- λουσίλια
- (Lucilia). Γένος μεγάλων δίπτερων εντόμων της οικογένειας των καλλιφοριδών. Οι λ. έχουν έντονο μεταλλικό –μαύρο, μπλε ή πράσινο– χρώμα. Το πιο κοινό είδος είναι η Lusilia caesar, συγγενές με την πράσινη μύγα, που μερικές φορές μπαίνει στις κατοικίες των ανθρώπων. Το είδος αυτό τρέφεται με νεκρή οργανική ύλη και συχνά η επίθεσή της είναι μοιραία για ορισμένα ζώα, όπως οι βάτραχοι, στο σώμα των οποίων αφήνει τα αβγά της· οι προνύμφες της τρώνε το αμφίβιο ζωντανό μέχρι να ωριμάσουν. Άλλο κοινό είδος είναι η Lucilia sericata, η οποία γεννά τα αβγά της στο μαλλί των προβάτων και οι εκκολαπτόμενες κάμπιες αναπτύσσονται μέσα στους ιστούς του ζώου προκαλώντας τον θάνατό του, όταν είναι σε μεγάλους αριθμούς. Οι προνύμφες αυτού του είδους είναι γνωστό ότι παρασιτούν και στον άνθρωπο.
* * *και λουσιλία και λουκιλία, ηζωολ. γένος δίπτερων εντόμων τής οικογένειας calliphoridae, η κοινή χρυσοπράσινη μύγα τού κρέατος.
Dictionary of Greek. 2013.